- ὀκτάρουρος
- ὀκτ-άρουρος [pron. full] [ᾰ], ὁ,A tenant of eight ἄρουραι, PFlor.18.12 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάρουρος — ὀκτάρουρος και ὀκτώρουρος, ον (Α) ο ενοικιαστής ή ο κάτοχος οκτώ αρουρών, δηλ. αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ἄρουρα «καλλιεργήσιμη γη, χωράφι» (πρβλ. δεκ άρουρος)] … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
οκτώρουρος — ὀκτώρουρος, ον (Α) βλ. οκτάρουρος … Dictionary of Greek